- νομισματικός
- -ή, -ό (Μ νομισματικός, -ή, -όν) [νόμισμα]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νόμισμα2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματικήκλάδος τής αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών αρχαίων νομισμάτων και μεταλλίων3. φρ. α) «νομισματική ανάλυση» — η συστηματική στατιστική παρακολούθηση τών.διαταραχών τις οποίες εμφανίζει η νομισματική κυκλοφορία σε μία χώρα και η αναζήτηση τών αιτίων της με σκοπό την έγκαιρη παρέμβαση για αποτροπή πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομίαβ) «νομισματική μονάδα» — η επίσημη οικονομική μονάδα μιας χώρας, το επίσημο νόμισμα μιας χώραςγ) «νομισματικά αποθέματα» — ποσότητα χρυσού και συναλλάγματος που κατέχει η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας ως κάλυμμα τού χαρτονομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορίαδ) «νομισματική κρίση» — η διαταραχή τής ισορροπίας μεταξύ τών αναγκών μιας χώρας σε νομίσματα και τής παραγωγής η οποία συνεπάγεται διαταραχή τής εξωτερικής ισοτιμίας τουςε) «νομισματική πολιτική» — τα μέτρα που λαμβάνονται από μια κυβέρνηση για τον επηρεασμό τής οικονομικής δραστηριότητας μέσω χειρισμού τής προσφοράς τού χρήματος, τής πίστης και τών επιτοκίων σε συνδυασμό με τα δημοσιονομικά μέτρα για την επίτευξη ορισμένων στόχων, όπως είναι λ.χ. η οικονομική ανάπτυξη, η πλήρης απασχόληση, η σταθεροποίηση τών τιμών κ.ά.στ) «νομισματικό σύστημα» — το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν την κοπή, την έκδοση και την κυκλοφορία νομισμάτων, τους οποίους ένα κράτος επιβάλλει ως υποχρεωτικούς για τη διενέργεια τών συναλλαγώνμσν.αυτός που αποτελείται από νομίσματα, ο χρηματικός.επίρρ...νομισματικώςαπό νομισματική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.